- γενναίῳ
- γενναί̱ῳ , γενναῖοςtrue to one's birthmasc/neut dat sgγενναί̱ῳ , γενναῖοςtrue to one's birthmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενναίω — γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/neut nom/voc/acc dual γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/neut gen sg (doric aeolic) γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/fem/neut nom/voc/acc dual γενναί̱ω , γενναῖος true to one s… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθής — νωθής, ές (Α) 1.νωθρός, χαύνος, οκνηρός («ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.) 2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη 3. αυτός που υστερεί πνευματικά 4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος 5. (για την ύλη)… … Dictionary of Greek